- χαράγγελος
- χᾰράγγελος, ὁ,A = χαρᾶς ἄγγελος, messenger of joy, EM7.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαράγγελος — messenger of joy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράγγελος — ὁ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που αναγγέλλει χαρμόσυνες ειδήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρά + ἄγγελος «αγγελιαφόρος»] … Dictionary of Greek